- ἀχρείους
- ἀχρεῖοςuselessmasc/fem acc plἀ̱χρείους , ἀχρειόωrender uselessimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀχρειόωrender uselessimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TRICAE — ex Graeco τρίχες, capilli, flatu omislô. Proprie enim sic dicuntur capilli, qui pullos gallinaceos involvunt ac impediunt, pedibus implicati. Inde impedimenta quaevis et implicationes: crines im primis intexti implicatique, quos trecias… … Hofmann J. Lexicon universale
αχρειολογία — η [αχρειολόγος] 1. το να λέει κανείς αχρείους λόγους, η αισχρολογία 2. αχρείος, αισχρός λόγος … Dictionary of Greek
συνεκπέμπω — Α [ἐκπέμπω] 1. απομακρύνω, διώχνω συγχρόνως («τοὺς ἀχρείους συνεκπέμψαι εἰς Πελλήνην», Ξεν.) 2. βοηθώ κάποιον να δραπετεύσει («συνεκπεμφθεὶς ὑπ αὐτῆς ἀπέδρα μετὰ τῶν φίλων καὶ διέφυγε πρὸς Μάριον», Πλούτ.) 3. (σχετικά με πράγματα) εκβάλλω,… … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek